- αλεγράδα
- αλεγράδα, η και αλεγρία, η(λ. ιταλ.), ευθυμία, ζωηρότητα: Εκείνες τις μέρες είχε μια ασυνήθιστη αλεγρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.